ξεγκαστρώνομαι

ξεγκαστρώνομαι
(για θηλυκό) αποπερατώνεται η περίοδος τής κύησης, γεννώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ{ε)-* + γκαστρώνομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεγκάστρωμα — το [ξεγκαστρώνομαι] αποκύηση, τοκετός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”